έρεβος

έρεβος
I
Μυθολογικό πρόσωπο, προσωποποίηση του πρωτογενούς σκότους, γιος του Χάους και αδελφός της Νύκτας. Γέννησε μαζί της τον Αιθέρα (το φως της ημέρας), την Ημέρα και τον Έρωτα και ύστερα κατέβηκε στα βάθη της Γης, όπου βρίσκεται το βασίλειο του Άδη.
II
Ηφαίστειο (4.330 μ.) στο νησί Ρος της Ανταρκτικής. Στα Α του βρίσκεται άλλο ηφαίστειο, ο Τρόμος (ύψος 3.690 μ.). Και τα δύο ανακαλύφθηκαν από τον Άγγλο πλοίαρχο και εξερευνητή I. Ρος το 1841, που έδωσε σε αυτά τις ονομασίες των πλοίων του. Το Έ. είναι ενεργό και μάλιστα με ελάχιστες περιόδους ηρεμίας, ενώ ο Τρόμος είναι αδρανές. Σε αυτή την κατάσταση τα αντίκρισαν τόσο ο Ρος όσο και διάφοροι άλλοι εξερευνητές αργότερα.
* * *
το (Α ἔρεβος)
βαθύτατο σκοτάδι, απόλυτη έλλειψη φωτός
αρχ.
1. ο σκοτεινός τόπος που υπάρχει κάτω από τη γη, από τον οποίο περνούσαν οι νεκροί για να πάνε στον Αδη
2. το απόλυτο σκοτάδι στον βυθό τής θάλασσας («ἔρεβος ὕφαλον», Σοφ.)
3. γρίφος, μυστήριο («φέγγος μέν ξυνετοῑς, ἀξυνέτοις δ’ ἔρεβος», Ανθ. Παλ.)
4. Ἔρεβος, ως προσωποποίηση («ἐκ χάεος δ’ Ἐρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έρεβος ανάγεται σε ΙΕ τ. *regw- «σκοτάδι» και εμφανίζει προθηματικό ε- ενώ συνδέεται με αρχ. ινδ. rajas- «ατμός, σκότος», αρμ. erek- «βράδυ», γοτθ. riqiz. Από τη λ. έρεβος προήλθε το επίθ. ερεμνός (< *ερεβ-νός), ο αιολ. τ. ερεβεννός (< *ερεβεσ-νός), ενώ ο τ. ερεβώδης είναι μεταγενέστερος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἔρεβος — Erebos neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρεβος — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρέβει — Ἔρεβος Erebos neut nom/voc/acc dual (attic epic) Ἐρέβεϊ , Ἔρεβος Erebos neut dat sg (epic ionic) Ἔρεβος Erebos neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρέβει — ἔρεβος neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐρέβεϊ , ἔρεβος neut dat sg (epic ionic) ἔρεβος neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρέβεος — ἔρεβος gen sg (epic doric ionic aeolic) ἔρεβος neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρέβευς — ἔρεβος gen sg (epic doric ionic) ἔρεβος neut gen sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρέβη — Ἔρεβος Erebos neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) Ἔρεβος Erebos neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρέβη — ἔρεβος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἔρεβος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐρέπτομαι feed on aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ἐρέπτομαι feed on aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρέβους — ἔρεβος gen sg (attic epic doric ionic) ἔρεβος neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρέβεος — Ἔρεβος Erebos neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”